Κύριλλος

Κύριλλος
Κύριλλος ο
Кирилл –
1) имя некоторых святых Православной Церкви. Одним из наиболее почитаемых является равноапостольный Кирилл (827-863 от Р.Х.), вместе со своим братом Мефодием проповедавший православную веру славянским народам;
2) мужское имя
Этим.
< дргр. κύριος «Господь, повелитель, владыка»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κύριλλος" в других словарях:

  • Κύριλλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος και Μεθόδιος — (9ος αι. μ.Χ.). Αδελφοί κληρικοί, λόγιοι και ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, «απόστολοι των Σλάβων». Ήταν γιοι του βυζαντινού στρατιωτικού Λέοντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Mεθόδιος (Θεσσαλονίκη 827 – Ρώμη… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης — (Σκυθόπολη Γαλιλαίας 514; – Λαύρα, Άγιος Σάββας 557;). Λόγιος, μοναχός και συγγραφέας. Σε πολύ νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το 543 εγκαταστάθηκε στη μονή του Καλαμώνα κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, όπου όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Θεσσαλός — (18ος αι.). Ιερομόναχος του Αγίου Όρους. Καταγόταν από τα Φουρνά των Αγράφων και αναφέρεται ως «ειδήμων λογικών τεχνών και επιστημών» …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Πατρεύς ή Λαυριώτης — (Πάτρα 1752 – ;). Μοναχός και λόγιος. Μόνασε στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων, ενώ αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη και τελικά εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι. Έγραψε την Ερμηνεία, έμμετρο έργο 8.500 στίχων, που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Κύριλλος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Κύριλλος — (19ος αι.). Αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, από την Περίσταση Θράκης (1825 48). Υπήρξε επίσης διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού και αντιπρόσωπος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα και τη Σμύρνη. Δημοσίευσε ιστορικές και… …   Dictionary of Greek

  • Καστανοφύλλης, Κύριλλος — (1775 – 1835). Λόγιος ιερομόναχος και κωδικογράφος. Διετέλεσε μοναχός και έπειτα ηγούμενος της μονής του Προυσού, στην οποία οργάνωσε τα χειρόγραφα και τα έντυπα της βιβλιοθήκης, ενώ επίσης εργάστηκε προσωπικά για την αντιγραφή πολλών χειρογράφων …   Dictionary of Greek

  • Κυρίλλου — Κύριλλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»